- φουρνέλο
- το, Ν1. σκαφίδι μαγειρικής εστίας από χυτοσίδηρο με σχάρα, όπου καίγονται τα κάρβουνα2. οπή σε βράχο που τήν γεμίζουν με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη3. φρ. α) «βάζω φουρνέλο»μτφ. υπονομεύω, υποσκάπτω κάποιον ή κάτιβ) «βάρδα φουρνέλο»i) μην πλησιάζετε, θα γίνει ανατίναξηii) μτφ. πρόσεχε πολύ, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornello].
Dictionary of Greek. 2013.